Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

Το Βυζαντινό φρούριο Ξάνθειας

 

TO ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΞΑΝΘΕΙΑΣ

 

Νικόλαος Θ. Κόκκας

Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Δ.Π.Θ.

 

Το βυζαντινό φρούριο της Ξάνθειας αποτελεί μοναδικό δείγμα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής και εξαιρετικό μνημείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της Θράκης. Από το 1962 έχει κηρυχθεί ως ιστορικό και διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 36/ τ. B΄/ 3-2-1962).

 

           Τμήμα των νοτίων τειχών. Φωτογραφία E. S. Blatscho, 1890. Συλλογή: Τ. Τεφρωνίδη.


1. Τα φρούρια της Θράκης

Η ιστορία της οχυρωματικής τεχνικής στη Θράκη χάνεται στα βάθη της προϊστορίας. Πριν  τον 8ο αι. π.Χ. δημιουργήθηκαν ακροπόλεις,  πίσω από τις οχυρώσεις των οποίων συγκεντρώθηκαν οι διοικητικές, λατρευτικές και οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων τους.  Ο Φίλιππος Β; (359-336 π.Χ.) ιδρύει στη Θράκη φρούρια, με τα οποία μπορούσε να ελέγχει στρατηγικά περάσματα, όπως αυτά του ποταμού Νέστου. Στην περιοχή της Σταυρούπολης συναντάμε ένα από τα εντυπωσιακότερα φρούρια της ελληνικής αρχαιότητας. Πρόκειται για το φρούριο της Καλύβας, κτισμένο σε υψόμετρο 627 μ., το οποίο αναδείχθηκε μέσα από το ανασκαφικό και ερευνητικό έργο του αρχαιολόγου Διαμαντή Τριαντάφυλλου. Ο περίβολος του έχει μήκος 245 μ. και το ύψος του σε ορισμένα σημεία αγγίζει τα 3,5 μ. Το τείχος έχει δίδυμες πύλες και μια μεγάλη υδατοδεξαμενή βάθους 12 μ. και διαμέτρου 8 μ.

Στα αρχαία οχυρωματικά έργα συμπεριλαμβάνονται  ο αρχαίος οχυρωματικός περίβολος (μήκους 192 μ.), που βρίσκεται στα βόρεια της Λευκόπετρας  πάνω από το ύψωμα Ζαρκάδια, καθώς και  το αρχαϊκό φρούριο της Τρύφαινας στα βόρεια της Ξάνθης με περίβολο μήκους 400 περίπου μέτρων,  πλάτους 2.20 μ. και ύψους μέχρι 2 μέτρων. 

            Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας τα φρούρια της Θράκης είχαν ιδιαίτερη σημασία για την προστασία των συνόρων και την υπεράσπιση της Κωνσταντινούπολης. Μόνο μέσα από επιβλητικά οχυρωματικά έργα μπορούσε η αυτοκρατορία να αντιμετωπίσει βαρβαρικές επιδρομές, όπως αυτές των Βησιγότθων (378), των Ούννων (546 μ.Χ.), των Σλαβηνών (561 μ.Χ.), των Βουλγάρων, των Καταλανών και των Τούρκων. Οι βυζαντινές οχυρώσεις ακολούθησαν την ελληνορωμαϊκή παράδοση της οχυρωματικής τεχνικής (Ευγενίδου 1997: 159).

Στη Θράκη διασώζονται ερείπια πολλών βυζαντινών οχυρώσεων στις ακόλουθες περιοχές: Τόπειρος, Κομνηνά, Άβδηρα – Πολύστυλον, Αναστασιούπολις – Περιθεώριον, Μαξιμιανούπολις – Μοσυνούπολις, Κομοτηνή, Γρατινή, Μαρώνεια, Μάκρη, Άβαντας, Ποταμός, Φέρρες, Διδυμότειχο, Πύθιο, Ορμένιο, Θάσος, Σαμοθράκη (Τάνου 2017: 340-341, Asdracha 1976: 177-179). Σημαντικό είναι επίσης το φρούριο στο ύψωμα Μεσεγκούνι της περιοχής Μύκης, το οποίο είναι γνωστό ως «Φρούριο Γλαύκης». Το φρούριο αυτό  έχει ορθογώνια κάτοψη και περίμετρο 225 μέτρων. Δύο πύργοι, ένας τετράπλευρος και ένας κυλινδρικός (ύψους 8 μ.), σώζονται στις δύο γωνίες του. 

Την εποχή του Ιουστινιανού (βασίλεψε κατά τα έτη 527-565) πραγματοποιούνται στη Θράκη μεγάλα έργα οχύρωσης. Ενισχύονται τα οχυρά των συνόρων, νέες πόλεις οχυρώνονται και κατεστραμμένες πόλεις ξανακτίζονται. Ένα συνολικό σχέδιο ανασυγκρότησης της άμυνας καταγράφεται από τον ιστορικό Προκόπιο στο βιβλίο «Περί κτισμάτων». Ο Προκόπιος αναφέρει 600 σημεία στα οποία κτίστηκαν ή βελτιώθηκαν τειχίσματα από τον Ιουστινιανό.

Στην Κομοτηνή το φρούριο της πόλης είναι μια οχύρωση η οποία ανεγέρθηκε την πρωτοβυζαντινή περίοδο (τον 4ο αιώνα μ.Χ.) από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α' (379-395 μ.Χ.). Το Φρούριο Νυμφαίας  είναι ένα οχύρωμα ύστερης βυζαντινής περιόδου (1057-1453) 8 χιλιόμετρα βορείως της Κομοτηνής. Το φρούριο της βυζαντινής Γρατιανούπολης  κατασκευάστηκε πιθανότατα κατά τον 14ο αιώνα.  Επίσης, σε μικρή απόσταση από το χωριό Πολύανθος υπάρχει ένα εντυπωσιακό βυζαντινό τείχος, με μήκος πάνω από 250 μ.,  που οδηγεί σε ένα οχυρό παρατηρητήριο, κτισμένο σε απόκρημνη και ανηφορική πλαγιά. 

Η Αναστασιούπολη πήρε το όνομά της από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α΄ (491-518), ο οποίος την οχύρωσε για πρώτη φορά. Ο Ιουστινιανός Α΄ κατασκεύασε παράλιο τείχος, καθώς και τείχος μήκους 4 χιλιομέτρων, το οποίο ξεκινούσε από τη βορειοδυτική γωνία του περιβόλου και έφθανε στους πρόποδες της Ροδόπης, ελέγχοντας έτσι την κίνηση πάνω στην Εγνατία οδό. Από το 850 έως το 1700 το φρούριο είναι γνωστό ως Περιθεώριον (Γεωργαντζής 2015).

Στην περιοχή του Έβρου ξεχωρίζει το φρούριο του Διδυμοτείχου. Τα δείγματα της οικοδόμησης των τειχών του Διδυμοτείχου μαρτυρούν ύπαρξη κάστρου πολύ πριν από τους βυζαντινούς χρόνους. Τα τείχη του Διδυμοτείχου ανακατασκευάσθηκαν τον 6ο αιώνα,  επί Ιουστινιανού και ενισχύθηκαν αργότερα επί Κωνσταντίνου Ε' το 751. Πολύ κοντά στο Διδυμότειχο βρίσκεται το κάστρο του Πυθίου, το οποίο είναι κτισμένο σε χαμηλό γήλοφο που αποτελεί την τελική απόληξη της γύρω ορεινής ζώνης προς την επίπεδη παραποτάμια πεδιάδα του ποταμού Έβρου. Ιδρύθηκε από τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό (1341-1355) γύρω στα 1330-1340. Το κάστρο της Γκίμπραινας στη Δαδιά του Έβρου αποτελούσε μέρος μιας μακράς σειράς οχυρωματικών έργων που κατασκεύασε ο Ιουστινιανός σε στρατηγικές τοποθεσίες για να εμποδίζουν την κάθοδο επιδρομέων προς τον Nότο. Η κατασκευή του κάστρου του Άβαντα στον Έβρο έγινε για να προστατευθεί η παραθαλάσσια περιοχή (και ειδικά η Τραϊανούπολη) από τις επιδρομές των εισβολέων από το Βορρά.

 

                            Η Μονή Ταξιαρχών και το φρούριο το 1910. Συλλογή: Τ. Τεφρωνίδη.



2. Χρονολόγηση του φρουρίου της Ξάνθειας

Ο Πέτρος Γεωργαντζής (1991: 81) διατύπωσε την άποψη ότι οι υπάρχουσες οχυρώσεις ανοικοδομήθηκαν κατά την περίοδο 815-820 μ.Χ. πάνω σε βάσεις που είχαν κτιστεί επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Μουτσόπουλο (1995: 188) πιθανόν το φρούριο να χρονολογείται από τον 9ο αι. μ. Χ., ενώ το καθολικό της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών ήταν ενταγμένο στο σύμπλεγμα του φρουρίου της Ξάνθειας. Σύμφωνα με τον Γ. Μπακαλάκη, το φρούριο ανεγέρθηκε γύρω στο 845 μ.Χ., όταν η Θεοδώρα σύζυγος του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου (βασίλεψε από το 829-842), οργάνωνε  στρατιωτικά σώματα εναντίον των Βουλγάρων στην οροσειρά της Ροδόπης (Μπακαλάκης 1988: 217, Μελκίδη 2004: 33). Σύμφωνα με τον Π. Πάντο (1975-6: 17), το φρούριο της Ξάνθειας χρονολογείται από τον 12ο αι.

Η Ευγενίδου (1997: 56) γράφει ότι το φρούριο της Ξάνθειας απέκτησε ιδιαίτερη σημασία κατά τον 13ο και 14ο αιώνα και ότι η οχύρωση πρέπει να ολοκληρώθηκε την εποχή των Παλαιολόγων. Ο Ζήκος προσθέτει ότι κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας η Ξάνθεια είχε αποκτήσει  μία σημαντική στρατηγική θέση κατάλληλη για στρατοπέδευση και βάση για στρατιωτικές επιχειρήσεις (Ζήκος 1984: 72).

 

3. Η σχέση του φρουρίου της Ξάνθειας με τον οικισμό της παλιάς Ξάνθης

Σύμφωνα με τον Λιανό (2004: 1), ο ίδιος ο πολεοδομικός ιστός της παλαιάς πόλης της Ξάνθης αποτελεί παραδοσιακό παράδειγμα των μεσαιωνικών περιτειχισμένων οικισμών. Ένα από τα κριτήρια της δόμησης του οικισμού ήταν η πρόσβαση προς σημαντικά σημεία του οικισμού, όπως η ακρόπολη και οι πύλες εισόδου – εξόδου.

Ο οικισμός της Ξάνθης πέρασε πολλές φάσεις κατά την εξέλιξή του (Asdracha 1976: 93-96). Η Χρύσα Μελκίδη υποστηρίζει ότι οι οχυρώσεις της  βυζαντινής Ξάνθειας αναπτύχθηκαν γύρω από ένα οχυρό που είχε εγκατασταθεί εκεί από την πρωτοβυζαντινή περίοδο (Μελκίδη 2004: 42). Εξετάζοντας τη χωρική οργάνωση του οικισμού της Ξάνθης με βάση τις περιμετρικές οχυρώσεις καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα των οχυρώσεων ήταν ευρύτερο και συνέδεε την ακρόπολη της Ξάνθειας με τον οχυρωμένο οικισμό της πόλης. Επισημαίνει επίσης ότι η μορφολογία και η δομική τεχνολογία των λιθοδομών που απαντώνται σε διάφορες οχυρώσεις του οικισμού της Παλιάς Πόλης φαίνονται όμοιες αυτών της υπερκείμενης ακρόπολης (Μελκίδη 2007: 59-75). Οι τοίχοι των οικιών του συνοικισμού έχουν όψη προς τα έξω, σχηματίζοντας ένα προστατευτικό τείχος για το σύνολο της περιοχής. Ο οχυρωμένος οικισμός της σημερινής Παλιάς Πόλης της Ξάνθης φαίνεται ότι άρχιζε από τις όχθες του Κόσυνθου μέχρι την πλατεία Αντίκα και έφτανε μέχρι τη συνοικία Αχριάν και προς τα δυτικά το ρεύμα της Άνω Χαράδρας.

 

                              Τοπογραφικό διάγραμμα του Φρουρίου (Πηγή: Γεωργαντζής 2009: 90)


4. Περιγραφή του φρουρίου

Η επιλογή μίας δυσπρόσιτης θέσης πρόσθετε βέλτιστη προστασία στα βυζαντινα φρούρια (Τάνου 2017: 337). Η θέση του φρουρίου της Ξάνθειας είχε στρατηγική σημασία, εφόσον βρίσκονταν στο τέρμα της χαράδρας του ποταμού Κόσυνθου και μπορούσε να ελέγχει το δρόμο που οδηγούσε από την Ξάνθη στη Φιλιππούπολη. Ο δρόμος αυτός αποτελούσε έναν από τους κάθετους άξονες της Εγνατίας Οδού που αξιοποιούσε τα πέτρινα γεφύρια ως κομβικά σημεία των εμπορικών δρόμων που συνέδεαν την οροσειρά της Ροδόπης με το θρακικό αρχιπέλαγος (Κόκκας 2003: 34-44).

 

Εννέα ψηλοί πύργοι προβάλλουν στις γωνίες του φρουρίου εξωτερικά, ενώ υπήρχε ένας ακόμα πύργος στο ενδιάμεσο τείχος. Ο μεγαλύτερος πύργος βρίσκεται στο βόρειο μέρος και το ύψος του ξεπερνάει τα 12 μ. Στον πύργο αυτό διατηρείται ακόμα βαθμιδωτή κλίμακα.

Τα τείχη διακρίνονται σε εξωτερικά και εσωτερικά. Στο εξωτερικό τείχος υπάρχουν τουλάχιστον τρεις πύλες, μία στο νοτιοδυτικό άκρο, μία στο βορειοανατολικό άκρο και μία στα βορειοδυτικά. Στη βορειοδυτική πύλη, η οποία έχει πλάτος 1.70 μ., έχει σφηνωθεί ένα τμήμα του τείχους το οποίο κατέπεσε εκεί κατά τους σεισμούς του 1829.

Το πάχος του τείχους είναι 1,60 μ. ενώ το μέσο ύψος του είναι 5-6 μέτρα. Στην τοιχοποιία χρησιμοποιούνται αργοί λίθοι και κονίαμα και παρεμβάλλονται πλίνθινα βύσματα στους αρμούς, ενώ απουσιάζουν πλίνθινες ζώνες. Πίσω από τα τείχη υπήρχαν σκάλες που οδηγούσαν στις επάλξεις. Στο φρούριο της Ξάνθειας διασώζονται σκαλοπάτια σε δύο σημεία του βόρειου τείχους. Από τον τρόπο δόμησης μπορούμε να υποθέσουμε τα διασωθέντα τμήματα του φρουρίου ανάγονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους που σχετίζονται με την ιστορία του.

Ένα εσωτερικό τείχος χωρίζει το φρούριο σε δύο μέρη, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με δύο πύλες, τη νοτιοανατολική και τη βόρεια. Στο εσωτερικό του φρουρίου διασώζονται ίχνη θεμελίων κατοικιών, ενώ γκρεμισμένα μέρη των τειχών βρίσκονται εγκατεσπαρμένα σε διάφορα σημεία μέσα και έξω από τον οχυρωματικό περίβολο.

Στο ψηλότερο σημείο του φρουρίου βρίσκονταν η ακρόπολη, η οποία αποτελούσε το έσχατο σημείο άμυνας. Εκεί υπάρχει σήμερα παρεκκλήσιο του Προφήτη Ηλία (υψ. 260 μ.), το οποίο αποτελεί οικοδόμημα του 20ου αιώνα. Θεωρείται, όμως βέβαιο, πως και κατά τους βυζαντινούς χρόνους θα υπήρχε στο εσωτερικό του φρουρίου κάποιος μικρός ναός, εφόσον αυτό ίσχυε στα περισσότερα βυζαντινά κάστρα. Αν βέβαια δεχθούμε την άποψη του Ν. Μουτσόπουλου (1995)  που προαναφέρθηκε, ένας ναός του φρουρίου ήταν αυτός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών.

Οι δύο κινστέρνες στο νοτιοανατολικό άκρο του φρουρίου βρίσκονται σε υψόμετρο 230 περίπου μέτρων. Οι εξωτερικές διαστάσεις της μεγαλύτερης από αυτές είναι:  6 μ. ύψος, 5,70 μ. πλάτος, 15, 20 μ. μήκος. Η μικρότερη υδατοδεξαμενή έχει εξωτερικές διαστάσεις:  5 μ. ύψος, 3,80 μ. πλάτος, 8,70 μ. μήκος. Στο σημείο των υδατοδεξαμενών το τείχος βρίσκεται στα ανατολικά χωρίς να εφάπτεται με τις κινστέρνες. Αποτελούσε πρακτική της βυζαντινής καστροκτισίας να μην εφάπτεται το τείχος με τα εσωτερικά κτίσματα, έτσι ώστε να μπορούν οι περίπολοι να ελέγχουν την κατάσταση του τείχους και να αποτρέπουν την εισβολή εχθρικών στρατευμάτων μετά από πιθανή διάνοιξη οπών στο τείχος (Κεκαυμένος, Στρατηγικόν 32). Μία ακόμα κινστέρνα διασώζεται στο νοτιοδυτικό μέρος του φρουρίου. Κατά τη δεκαετία του 1931 η κινστέρνα αυτή μετατράπηκε σε οικία με διάνοιξη παράθυρου στο νότιο τοίχο της και προέκτασή της προς τα ανατολικά, όπου και υπάρχει σήμερα μία είσοδος.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες προφορικές μαρτυρίες Ξανθιωτών, μέχρι πρόσφατα υπήρχε μία μυστική έξοδος του φρουρίου πάνω από το Δημοτικό Αμφιθέατρο, ενώ ένα άλλο όρυγμα οδηγούσε στον ποταμό Κόσυνθο, εκεί όπου βρίσκεται το «Μονοπάτι της Ζωής».

 

5. Τα δύο γειτονικά φρούρια

Στο νότιο μέρος του φρουρίου της Ξάνθειας διασώζονται ίχνη από παλαιότερο οχυρωματικό έργο, το οποίο έχει έκταση επτά περίπου στρεμμάτων. Το μικρό αυτό οχυρό διαθέτει εσωτερική υδατοδεξαμενή στο εσωτερικό της και ελέγχει την κλεισούρα του ποταμού Κόσυνθου που βρίσκεται στα ανατολικά. Για να επισκεφθούμε τις παλαιές αυτές οχυρώσεις μπορούμε να ακολουθήσουμε το χωματόδρομο που βρίσκεται λίγο πριν την Ι. Μ. Ταξιαρχών και διακλαδίζεται προς τα δεξιά. Μπορούμε επίσης να κατηφορίσουμε προς το παλαιό φρούριο από το νότιο τμήμα του περιμετρικού μονοπατιού του φρουρίου της Ξάνθειας ακολουθώντας σχετική ενημερωτική πινακίδα που τοποθέτησαν οι Περιβαλλοντικές Ομάδες του 7ου Γυμνασίου και του 2ου ΕΠΑΛ Ξάνθης.

Ένα ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι η σχέση του φρουρίου της Ξάνθειας πάνω από την Ι. Μ. Ταξιαρχών με το πολύ αρχαιότερο φρούριο που υπάρχει ψηλότερα στην παραπλήσια κορυφή «Σταύρος Τσακίρης», που είναι γνωστή και ως «Αυγό» (υψ. 665 μ.). Στο φρούριο της κορυφής «Αυγό» διασώζεται τμήμα του βόρειου τείχους (μήκους 100 περίπου μέτρων) καθώς και ένας κυκλικός πύργος. Η νότια πλευρά της κορυφής δεν είναι τειχισμένη, αλλά έχει φυσική προστασία λόγω του απόκρημνου εδάφους. Στην κορυφή «Αυγό» διασώζονται τα πέτρινα θεμέλια πολλών κατοικιών, αλλά η περιοχή είναι εκτεθειμένη στα στοιχεία της φύσης, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπει την άνετη κατοίκηση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι η θέση αυτού του φρουρίου το καθιστά περισσότερο κατάλληλο ως στρατιωτικό φυλάκιο και θέση παρατήρησης και λιγότερο ως χώρο φιλοξενίας μεγάλου αριθμού κατοίκων. Αντίθετα, το βυζαντινό φρούριο που βρίσκεται στα βορειοδυτικά της μονής Ταξιαρχών ήταν αρκετά ευρύχωρο και είχε τις προδιαγραφές για διαμονή μεγάλου αριθμού ατόμων και για μεγάλο χρονικό διάστημα.

 


Η Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών το 1935. Πίσω από τη μονή διακρίνεται τμήμα τείχους που δε διασώζεται σήμερα. Φαίνεται επίσης το υψηλότερο σημείο του βυζαντινού φρουρίου. Συλλογή: Τ. Τεφρωνίδη.


6. Η Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών

Η μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του φρουρίου σε υψόμετρο 240 μ. Όπως γράφει ο Π. Γεωργαντζής, μέχρι το 1955 οι άγιοι Ταξιάρχες τιμούνταν ως πολιούχοι της πόλης, καθώς θεωρούνταν πνευματικοί φρουροί και άγρυπνοι φύλακες (Γεωργαντζής 2009: 977). Στους σεισμούς του 1829 ο ναός των Παμεγγίστων Ταξιαρχών υπέστη τις λιγότερες ζημιές απ’ όλους  τους ναούς της πόλης. Μόνο το δυτικό μέρος του (ο νάρθηκας) υπέστη ρωγμές, με αποτέλεσμα να επισκευαστεί το 1836 επί μητροπολίτου Ξάνθης και Νεαπόλεως Ευγενίου (1831-1848) και αργότερα το 1902 επί μητροπολίτου Ιωακείμ Σγουρού (1891-1910) (Γεωργαντζής 2009: 989).

Το 1923 η μονή Ταξιαρχών μετατράπηκε σε φιλανθρωπικό ίδρυμα και στέγασε για μία δεκαετία το Ορφανοτροφείο Αρρένων Ξάνθης. Από το 1947 η μονή φιλοξενεί την Εκκλησιαστική Σχολή Ξάνθης (ιδρύθηκε με το Φ.Ε.Κ. 230/1945). Η πυρκαγιά που ξέσπασε στις 22 Φεβρουαρίου 1975 αποτέφρωσε την Ιερά Μονή και στη θέση της ανεγέρθηκαν λίγο αργότερα τα δύο νέα κτήρια του διδακτηρίου και των ξενώνων που σήμερα στεγάζουν το πρότυπο Γενικό Εκκλησιαστικό Λύκειο – Γυμνάσιο Ξάνθης «Άγιοι Πέντε Νεομάρτυρες οι εκ Σαμοθράκης».

 

7. Η αρχαία Ξάνθεια

Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το εάν η αρχαία Ξάνθεια που αναφέρεται από τον Στράβωνα ως πόλη των ομηρικών Κικόνων ταυτίζεται με τη βυζαντινή Ξάνθεια του 9ου μ.Χ. αι. Ο Στράβων τοποθετούσε την Ξάνθεια στα ανατολικά της λίμνης Βιστονίδας. Στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ έγραφε στα «Γεωγραφικά» (7a.1.43): «δείκνυται δέ καί τό βασίλειον Διομήδους ἀπό συμβεβηκότος καλούμενον Καρτερά κώμη διά τήν ἐρυμνότητα, μετά δέ τήν ἀνά μέσον λίμνην Ξάνθεια, Μαρώνεια καί Ἴσμαρος, αἱ τῶν Κικόνων πόλεις». Οι Κίκονες αναφέρονται στην Ιλιάδα (Β 846) ως σύμμαχοι των Τρώων. Όταν ο Οδυσσέας έφυγε από την Τροία, κατέστρεψε την πόλη των Κικόνων Ίσμαρο, με αποτέλεσμα οι Κίκονες να σκοτώσουν πολλούς από τους συντρόφους του (Οδύσσεια ι  39). Οι Κίκονες ήταν εξαιρετικοί πολεμιστές με προχωρημένο επίπεδο πολιτισμού, το οποίο μαρτυρείται από πολλά μνημεία, όπως οικισμοί, οχυρωματικοί περίβολοι, νεκροταφεία, λαξευτοί τάφοι, υπαίθρια ιερά, βραχογραφίες (Μπακιρτζής 1994: 7).

Ο Ηρόδοτος (ΙΙ, 176) τοποθετεί τους Κίκονες στην παραθαλάσσια ζώνη δυτικά των εκβολών του ποταμού Έβρου και αναφέρει ότι εξειδικεύονταν στη μεταλλουργία.

Η Μελκίδη (2004: 44) θεωρεί ως πιθανότερη τοποθεσία για τη θέση της Ξάνθειας που αναφέρει ο Στράβων την ακρόπολη στον Ίσμαρο της περιοχής Μαρωνείας. Ο Γ. Παπατσαρούχας (1983: 98) διατυπώνει την άποψη ότι η αρχαία Ξάνθεια βρίσκονταν ανατολικά της λίμνης Βιστονίδας και μπορεί να ταυτίζονταν με το ακρωτήριο του Φαναρίου, ενώ ανάμεσα στον 10ο και τον 11ο αιώνα έγινε αλλαγή της θέσης της πόλης λόγω των επιδρομών των Σαρακηνών πειρατών.

 

8. Η βυζαντινή Ξάνθεια

Η πρώτη αναφορά στην Ξάνθεια κατά τους βυζαντινούς χρόνους ανάγεται στο έτος 879 μ. Χ., όταν στα πρακτικά της οικουμενικής συνόδου επί πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου, υπογράφει μεταξύ άλλων επισκόπων και ο επίσκοπος Ξανθείας Γεώργιος (Κυριακίδης 1960: 30, Γεωργαντζής 2009: 110). Η Ξάνθεια αποκαλείται «χωρίον» σε χρυσόβουλο του έτους 1083.

Η Ξάνθεια κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους  πρέπει να ήταν μία ανθούσα επισκοπή μέχρι περίπου το 1300, οπότε προήχθη σε αρχιεπισκοπή (Γεωργαντζής 2009: 117). Η επισκοπή της Ξάνθειας μνημονεύεται στη «Διατύπωση» του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (βασίλεψε από το 886-912) ως υποτελής στη Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως και αναβαθμίστηκε σε  αρχιεπισκοπή επί των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β΄(βασίλεψε τα έτη 1282-1328) και Ανδρονίκου Γ΄ (βασίλεψε τα έτη 1328-1341) (Ζήκος 1984: 72). Έχει υποστηριχθεί ότι η προαγωγή της σε επισκοπή απέβλεπε στην ενίσχυση του πληθυσμού της, αφού η πόλη περιτριγυριζόταν από Σλάβους (Κορτζή, Σιαμέτης 1999)

Το έτος 1307 αναφέρεται ως φρούριο στο οποίο κατέφυγε ο Καταλάνος Ferrand Ximenès. Μόνο τον 13ο αιώνα, αφού ο Βούλγαρος Ιβάν Α΄ (γνωστός και ως Καλογιάν ο Ρωμαιοκτόνος, βασίλεψε τα έτη 1196-1207) είχε καταστρέψει τη Μοσυνούπολη και το Περιθεώριον, ενισχύθηκε η σημασία της Ξάνθειας (Kazhdan 1991: 2207, Κυριακίδης 1960: 30-43). Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360) συμπεριλαμβάνει την Ξάνθεια μαζί με το Περιθεώριον στις «πόλεις» που κατείχε ο Μομτσίλος προσθέτοντας ότι ο Βούλγαρος ληστής είχε επιπλέον καταλάβει τα ενδιάμεσα «πολίχνιά τε και χωρία»  (Βυζαντινή Ιστορία 727.24). Σε άλλο όμως σημείο αναφέρεται στην Ξάνθεια ως «πολίχνιον» (Βυζαντινή Ιστορία 814,19).

 

9. Στα χέρια Βουλγάρων, Φράγκων και Καταλανών

Γύρω στο 1198, ο Βούλγαρος Ιβαγκός (Иванко) κήρυξε την περιοχή της Φιλιππούπολης ανεξάρτητη. Ο Ιβαγκός κατέλαβε όλα τα φρούρια της περιοχής, αποκόπτοντας από το Βυζάντιο τις περιοχές από την Μοσυνόπολη, την Ξάνθεια, τα Άβδηρα και το Παγγαίο μέχρι τον άνω και μέσο ρου του ποταμού Άρδα (Κυριακίδης 1960: 33). Όπως γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης: «ὁ δὲ πρὸς τὸ δοκοῦν οἱ καταστησάμενος ὅσα πολισμάτια τε καί φρούρια εἰς ὀρῶν ὑπερβολὰς ἀνεστήκασιν ἀντικαθιστάμενα τῷ Αἵμῳ και ἀνυψούμενα καὶ ταῖς δυσχωρίαις οὐχ ἧττον φιλοτιμούμενα, οὐδὲ τὰ λοιπὰ μένειν ἐπὶ χώρας κατὲλιπεν, ἀλλ΄ ἦν ὑπονοθεύων καὶ ἀφιστῶν Ῥωμαίων ὁπόσα Μοσυνόπολιν ἐπινένευκε, μέχρι καὶ Ξανθείας αὐτῆς, καὶ πρὸς ὄρος τὸ Παγγαῖον καὶ ἐπ' Ἄβδηρα παρατείνουσιν. Ἀμέλει καὶ τὸ θέμα τῶν Σμολένων ὑπεποιήσατο, καὶ τὰ ὅμορα ἐπενέμετο»  (Χρονική Διήγησις 513.16-20).

Η συμπεριφορά του Ιβαγκού ήταν σκληρή, τόσο απέναντι στους ομοφύλους του, όσο και απέναντι στους βυζαντινούς. Ο Ιβαγκός συνασπίστηκε με τον Ιβάν Α΄ και βοήθησε τους Κουμάνους σε επιδρομή τους στη Μακεδονία. Μετά από κάποιες αποτυχημένες εκστρατείες εναντίον του, ο Αλέξιος Γ´ ο Άγγελος (1153-1211) τον παγίδευσε το έτος 1200 και το εφήμερο κρατίδιό του στην περιοχή της Ροδόπης προσαρτήθηκε στη βυζαντινή αυτοκρατορία (Γεωργαντζής 1997: 351-355).

Το 1207 η Ξάνθεια υποτάσσεται στους Φράγκους του Βαλδουΐνου της Φλάνδρας, ο οποίος ήταν ο πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, μετά την πτώσης της στα χέρια των Σταυροφόρων το 1204. Το 1224 ο Θεόδωρος Κομνηνός, δεσπότης της Ηπείρου κατά τα έτη 1215-1230,  ανακαταλαμβάνει την περιοχή της Ξάνθειας, της Μοσυνουπόλεως και της Γρατζιανούς κι αφού πέρασε τα βουνά της Μάκρης, κατέλαβε το Διδυμότειχο και την Αδριανούπολη. Όμως, το 1230, οι δυνάμεις του συνετρίβησαν από τους Βουλγάρους του Ιβάν Άσεν Β΄ (βασίλεψε τα έτη 1218-1241) στη μάχη της Κλοκοτνίτσας (κοντά στο σημερινό Χάσκοβο). Μετά τη μάχη αυτή οι Βούλγαροι κατέλαβαν ολόκληρη την περιοχή του Βολερού, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και η Ξάνθεια. Ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Ιβάν Άσεν Β΄, το έτος 1242 ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (αυτοκράτορας της Νίκαιας κατά τα έτη 1222-1254) κατέλαβε αμαχητί τη νότια Θράκη κατά την εκστρατεία του προς τη Θεσσαλονίκη (Κυριακίδης 1960: 34).

Η περιοχή της Ξάνθειας συνέχισε να έχει στρατηγική σημασία κατά τον 13ο αιώνα. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το 1264 ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων Μιχαήλ Η´ (βασίλεψε τα έτη 1259-1282) αποφάσισε να περάσει τον χειμώνα του στην Ξάνθεια μαζί με το στράτευμά του (Παχυμέρης 1: 295.13-15). Ο Στίλπων Κυριακίδης (1960: 35) επισημαίνει ότι η απόφαση του Μιχαήλ να παραχειμάσει στην Ξάνθεια δείχνει ότι η πόλη ήταν αρκετά ευρύχωρη, αξιόλογη και οχυρωμένη.

Οι καταστροφές των Καταλανών στη Θράκη ήταν ένα νέο πλήγμα για τον πληθυσμό της περιοχής. Ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1259-1332) είχε προσκαλέσει την Καταλανική Εταιρεία με σκοπό να βοηθήσει τους Βυζαντινούς να απωθήσουν τους Τούρκους που είχαν εμφανιστεί στη Μ. Ασία. Οι Καταλανοί έκαναν επιδρομές σε ολόκληρη τη Θράκη, από τη Βιζύη και τη Μαρώνεια μέχρι τις πλαγιές της Ροδόπης (Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, Ι 244.17-24).Οι Καταλανοί εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Καλλίπολη, αλλά το 1307 πέρασαν τον Έβρο και χωρίστηκαν σε δύο αντιμαχόμενες ομάδες. Οι δύο ομάδες συγκρούστηκαν κοντά στο υδραγωγείο της Αναστασιούπολης. Στη φονική μάχη, την οποία παρακολουθούσαν οι κάτοικοι της Ξάνθειας από μακριά, μέσα από το φρούριό τους,  σκοτώθηκε ο Beranger d’ Entenca, ενώ ο F. Ximenes βρήκε καταφύγιο στο φρούριο της Ξάνθειας, το οποίο ανήκε στον βυζαντινό αυτοκράτορα (Μπακιρτζής 1994: 164-165, Γεωργαντζής 1997: 411-422, Μιχαλόπουλος 2016).

 

10. Το βραχύβιο κρατίδιο του λήσταρχου Μομτσίλου

Τρεις δεκαετίες αργότερα, ακολούθησε η κατάληψη του φρουρίου της Ξάνθειας από τον Μομτσίλο, ο οποίος το κατέστησε βάση του κρατιδίου του. Ο Μομτσίλος (Момчил) ήταν Βούλγαρος τυχοδιώκτης, ο οποίος εντάχθηκε στον βυζαντινό στρατό του Ανδρόνικου Γ´. Αρχικά υπηρετούσε ως απλός στρατιώτης στο βυζαντινό στρατό. Έγινε κατόπιν αρχηγός μίας ομάδας, συμμαχώντας με τον Ιωάννη Καντακουζηνό (αυτοκράτωρ κατά τα έτη 1347- 1354). Ο Καντακουζηνός του εμπιστεύτηκε την περιοχή της Μερόπης (ονομασία της Ροδόπης στα βόρεια της Ξάνθης). Στον εμφύλιο πόλεμο των ετών 1341-1347 μεταξύ της Άννας της Σαβοΐας και του Ιωάννη Καντακουζηνού, ο Μομτσίλος συνεργάστηκε πότε με τον έναν και πότε με τον άλλο και απέσπασε τον τίτλο του δεσπότη από την Άννα και τον τίτλο του σεβαστοκράτορος από τον Καντακουζηνό. Το έτος 1343 ο Μομτσίλος αποφάσισε να ιδρύσει τη δική του ηγεμονία. Συγκέντρωσε 4.000 ιππείς και έκανε συχνές επιδρομές εναντίον των βυζαντινών. Πρωτεύουσα του κρατιδίου του ήταν η Ξάνθεια. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Καντακουζηνός (2.530.21-25): «ἐκεῖνος δὲ ἤδη δύναμιν μεγάλην ἔχων καὶ ἰδίαν ἡγεμονίαν ἑαυτῷ περιποιούμενος, Ξάνθειάν τε εἷλεν ἐπιθέμενος, καὶ τῶν κατὰ Μερόπην φρουρίων ἦρχε πάντων καὶ μέχρι Μόῤῥας προεχώρησε».

Για να αντιμετωπίσει τον Μομτσίλο, ο Καντακουζηνός κάλεσε τον Τούρκο Ουμούρ, εμίρη του Αϊδινίου και της περιοχής Σμύρνης. Όταν ο στόλος του Ουμούρ βρίσκονταν στο Πολύστυλο (Άβδηρα), δέχτηκε την επίθεση των στρατιωτών του Μομτσίλου, οι οποίοι έκαψαν τρία τουρκικά πλοία. Στις 7 Ιουλίου 1345 στη μάχη του Περιθεωρίου, ο στρατός του Μομτσίλου, αποτελούμενος κυρίως από κατοίκους της περιοχής Ξάνθης, είχε παραταχθεί μπροστά στα τείχη του Περιθεωρίου, όταν δέχτηκε την επίθεση από τις συνασπισμένες δυνάμεις του Καντακουζηνού και του Ομούρ. Όταν ο στρατός του Μομτσίλου ηττήθηκε, ο Καντακουζηνός δάκρυσε κοιτώντας τους νεκρούς στρατιώτες του, επειδή, όπως γράφει χαρακτηριστικά, ήταν «Ρωμαίοι»: «βασιλεὺς δὲ ἐδάκρυσεν ἐπὶ τῇ συμφορᾷ, οὐ μόνον διὰ τῶν πραγμάτων τὴν μεταβολὴν, ὅτι ὁ πρότερον ὀλίγῳ μεγάλα περὶ ἑαυτοῦ οἰόμενος, καὶ ἀήττητός τις εἶναι δοκῶν καὶ δεινὸς περὶ στρατηγίας, ἐν μιᾷ καιροῦ ῥοπῇ, ἄτιμος ἔκειτο συμπατούμενος ὑπὸ τῶν πολεμίων, ἀλλ’ ὅτι καὶ οἱ πεσόντες, ὄντες τοσοῦτοι καὶ τοιαύτην ἐπιδεδειγμένοι ἀρετὴν καὶ ἀνδραγαθίαν, Ῥωμαῖοι ἦσαν, οὓς ὁ πολλῶν δακρύων αἴτιος ἐμφύλιος πόλεμος παρανάλωσεν» (Ιωάννης Καντακουζηνός 2.533.24 -  2.534.6). Το ότι στο στράτευμα του Μομτσίλου συμμετείχαν κάτοικοι της Ξάνθειας φαίνεται από το ότι, μετά τον θάνατο του Μομτσίλου, οι "Ξανθιείς" θρήνησαν τον θάνατο των δικών τους ανθρώπων και παρέδωσαν την πόλη τους στον Καντακουζηνό: «Ξανθιεῖς δέ πρῶτα μέν, οὐδέν εἰδότες περί τοῦ Μομιτζίλου, ἐπυνθάνοντο περί ἐκείνου ὅπη εἴη. Ἐπεί δέ κατά τήν μάχην ἐπύθοντο πεσόντα αὐτόν καί σύμπαν τό στρατόπεδον, τῶν μέν οἰκείων ἀπωδύροντο τήν τελευτήν, βασιλεῖ δέ τήν πόλιν παρεδίδουν» (Ιωάννης Καντακουζηνός 2.534.14, Κυριακίδης 1960: 67, υποσ. 56).

Στο φρούριο της Ξάνθειας βρίσκονταν και η γυναίκα του Μομτσίλου. Ο Καντακουζηνός έδειξε επιείκεια απέναντί της και της επέτρεψε να μείνει στην Ξάνθεια ή να επιστρέψει στην πατρίδα της τη Βουλγαρία. Αυτή προτίμησε το δεύτερο. Ο Στίλπων Κυριακίδης (1960: 42) χαρακτηρίζει το ληστρικό κράτος του Μομτσίλου ως ένα «άθλιον και αξιοδάκρυτον έκτρωμα των εμφυλίων πολέμων και της κρατικής παραλυσίας των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου».

 

11. Η Ξάνθεια στα χέρια των Σέρβων και των Τούρκων

 Με τον θάνατο του Μομτσίλου διαλύθηκε το κρατίδιό του και ο βυζαντινός στρατός του Ιωάννη Καντακουζηνού κατέλαβε εκ νέου την περιοχή της Ροδόπης. Το 1347 ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, έδωσε το φρούριο στον γιο του Ματθαίο Καντακουζηνό, συναυτοκράτορα (1353-1355) και μετέπειτα δεσπότη του Μυστρά (1380-1383).

Όμως, εκτός από τους Βουλγάρους, και οι Σέρβοι έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην Ξάνθεια.Το 1369 ο Σέρβος ηγεμόνας Ιωάννης Ούγγλεσης (1347-1371), ο οποίος είχε ως έδρα του τις Σέρρες, κατέλαβε την Ξάνθεια μαζί με το Περιθεώριον και το Πολύστυλον. Ο Ιωάννης Ούγγλεσης ήταν ο τελευταίος χριστιανός ηγεμόνας της Ξάνθειας πριν η πόλη πέσει στα χέρια των Τούρκων το 1371.

Κατά το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνα η Ξάνθεια ήταν μία κωμόπολη με 3.000-3.500 κατοίκους (Γεωργαντζής 2015: 203), αριθμός διόλου ευκαταφρόνητος για τα δεδομένα της εποχής. Ο Οθωμανός ποιητής και ιστορικός του 15ου αι. Enveri  γράφει στο έργο του Dusturname ότι το έτος 1343 η Ξάνθεια ήταν μία πολύ μεγάλη πόλη με πολυάριθμους απίστους (=Χριστιανούς) στρατιώτες (Kazhdan 1991: 2207, Βογιατζής: 2005: 45).

Στα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η σημασία του κάστρου ως οχυρωματικού έργου υποβαθμίζεται. Από τον 16ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας το φρούριο δεν διαδραματίζει κάποιο ρόλο ως στρατιωτικό οχυρό.

Μεγάλο πλήγμα δέχθηκε το φρούριο της Ξάνθειας στους σεισμούς που έγιναν στις 30 Μαρτίου και 23 Απριλίου του έτους 1829.  Σημαντική μαρτυρία για τους καταστρεπτικούς αυτούς σεισμούς διασώζεται σε σημείωμα γραμμένο στο τελευταίο φύλλο Πεντηκοσταρίου της Ι. Μ. Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας στην Ξάνθη.

 

12. Παραδόσεις και μύθοι για το φρούριο

Στα πομακοχώρια της ελληνικής Ροδόπης διασώζονται ενδιαφέρουσες παραδόσεις που παραπέμπουν στο βυζαντινό παρελθόν της περιοχής. Στο χωριό Γοργόνα (Κόκκας 2006: 300-303) καταγράψαμε μία τοπική εκδοχή για το πώς έγινε κατάληψη του βυζαντινού φρουρίου της Ξάνθειας. Η εκδοχή αυτή, με πρωταγωνίστρια κάποια Ξανθιώτισα με το όνομα Εσκίτσα, σε ελεύθερη απόδοση έχει ως εξής:

 

«Γίνονταν κάποτε πολιορκία του κάστρου όπου βρίσκεται η Εκκλησιαστική Σχολή. Στο φρούριο μέσα είχε μια τρύπα. Από εκεί έβγαιναν οι Ξανθιώτες κάτω στο ποτάμι για να πάρουν νερό και ανέβαιναν πάλι στο καλέ. Όταν οι Ξανθιώτες κατέβαιναν για νερό, μελετούσαν τα ίχνη των μουλαριών των πολιορκητών για να δουν προς τα πού κατευθύνονται. Όμως μια μέρα οι εχθροί πετάλωσαν τα ζώα τους ανάποδα για να ξεγελάσουν τους Ξανθιώτες ότι έφυγαν, ενώ εκείνοι κατευθύνθηκαν προς το φρούριο πριν ξημερώσει. Το πρωί, κατέβηκε μια Ελληνίδα, η Εσκίτσα, να πάρει νερό και να κάνει τον έλεγχο. Η Εσκίτσα είδε ότι τα ίχνη των ζώων κατευθύνονταν προς τα κάτω και ενημέρωσε τον στρατό ότι οι εχθροί βρίσκονται χαμηλά. Καθώς οι στρατιώτες παρατηρούσαν προς την κατεύθυνση που οδηγούσαν τα ίχνη των ζώων που είχαν πεταλωθεί ανάποδα, οι εχθροί ανηφόρισαν στη ρεματιά και σκαρφάλωσαν στο φρούριο. Η Εσκίτσα ήταν μια Ελληνίδα. Και γι αυτό έβαλαν το όνομα Ισκέτσε στην Ξάνθη, από κείνη την κοπέλα».

 

Η παραπάνω αφήγηση για την κατάληψη του φρουρίου της Ξάνθης και για την Ελληνίδα βασίλισσα Εσκίτσα συνιστά μία προσπάθεια παρετυμολογίας της τουρκικής ονομασίας της πόλης της Ξάνθης (Iskeҫe). Στις οθωμανικές πηγές η Ξάνθη αναφέρεται ως Eskice, Isketye και Iskete, ονομασίες που αποτελούν παραφθορά της αρχαίας ονομασίας «Ξάνθεια». Αλλά, όπως σημειώνει ο Στίλπων Κυριακίδης (1960: 30) και η σημερινή ονομασία της Ξάνθης αποτελεί εξαρχαϊσμό του ονόματος «Ξάνθεια».

Για το φρούριο της Ξάνθειας αναφέρεται επίσης ο μύθος για κάποια Ξανθίππη Παλαιολογίνα, δήθεν σύζυγο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, η οποία υποτίθεται ότι αυτοκτόνησε πέφτοντας από τα τείχη του κάστρου κατά την πολιορκία του από κάποιον σουλτάνο. Η μυθική αυτή αφήγηση δεν έχει καμία απολύτως ιστορική βάση. Η αλήθεια είναι πως ανάμεσα στις δύο συζύγους του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ (Μανταλένα Τόκκο, Αικατερίνη Γατελούζου) δεν συμπεριλαμβάνεται κάποια Ξανθίππη. Επίσης, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ιστορική αναφορά για πολιορκία του φρουρίου της Ξάνθειας από τους Τούρκους. Επιπλέον, η Ξάνθεια είχε καταληφθεί από τους Τούρκους ήδη από το 1371, την ίδια χρονιά που οι Τούρκοι νίκησαν τους Σέρβους ηγεμόνες Βουκάσιν και Ιωάννη Ούγγλεση στη μάχη του Έβρου στο Ορμένιο και 82 χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή το 1453.

 

Η θέση του βυζαντινού φρουρίου της Ξάνθειας σε σχέση με την Παλαιά Πόλη της Ξάνθης. Πηγή χάρτη: https://www.topoguide.gr/apps/topoguide_apps.php Ανακτήθηκε στις 15/7/2023.


13. Πρόσβαση και πεζοπορικές διαδρομές

Η πρόσβαση στον χώρο του φρουρίου μπορεί να γίνει με πεζοπορία ή με το αυτοκίνητο. Κατευθυνόμενοι από Ξάνθη προς Σταυρούπολη, στρίβουμε αριστερά, προς την  Εκκλησιαστική σχολή, μόλις δούμε τη σχετική οδική πινακίδα. Ακολουθώντας έναν χωματόδρομο, φτάνουμε σε λίγο σε ένα μεγάλο πλάτωμα στο δυτικό μέρος του φρουρίου, το οποίο δημιουργήθηκε γύρω στο 1970. Εκεί υπάρχει η πινακίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που γράφει: «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΞΑΝΘΕΙΑΣ». Από εκεί ένας χωματόδρομος 100 περίπου μέτρων μας οδηγεί στο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Σύμφωνα με μαρτυρίες, κατά τις χωματουργικές εργασίες για τη δημιουργία του πλατώματος καταστράφηκε το  ύψωμα της ακρόπολης που ήταν ορατό από την πόλη της Ξάνθης, όπως φαίνεται και σε παλαιότερες φωτογραφίες. Με αφετηρία το πλάτωμα πάνω από την Εκκλησιαστική Σχολή Ξάνθης, μπορούμε να περπατήσουμε γύρω από το φρούριο σε μία εύκολη διαδρομή που διαρκεί 20 περίπου λεπτά της ώρας.

Πολλές άλλες πεζοπορικές διαδρομές μπορούν να πραγματοποιηθούν στην περιοχή του φρουρίου της Ξάνθειας. Μπορούμε να ξεκινήσουμε την πεζοπορία από την Πλατεία Ξάνθης. Κατευθυνόμαστε προς τη Παλιά Πόλη και μετά την Πλατεία Αντίκα στρίβουμε αριστερά ανηφορίζοντας στην οδό Ευριπίδη Χασιρτζόγλου. Το μονοπάτι με τη σήμανση Nestos Rodopi Trail ξεκινά εκεί που τελειώνει ο δρόμος, προς τα αριστερά. Μετά από δέκα λεπτά πεζοπορίας, το μονοπάτι του προγράμματος Nestos  Rodopi Trail διασχίζει τον κεντρικό δρόμο Ξάνθης – Σταυρούπολης (λίγο πάνω από τη διασταύρωση του δρόμου προς την Εκκλησιαστική Σχολή) και συναντά το παλαιό λιθόστρωτο μονοπάτι, το οποίο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση.

Λίγο πριν φτάσουμε στην Εκκλησιαστική Σχολή, προς τα αριστερά του παλιού μονοπατιού, υπάρχει μεγάλο όρυγμα ύψους δύο περίπου μέτρων και βάθους 15 περίπου μέτρων, στο βάθος του οποίου έχουν πρόσφατα τοποθετηθεί θρησκευτικές εικόνες και μία πινακίδα με τον τίτλο «ΑΓΙΑ ΑΓΑΠΗ». Το όρυγμα διακλαδίζεται προς δύο κατευθύνσεις, οι οποίες είναι αδιέξοδες. Δεν μας είναι γνωστό το ποιος κατασκεύασε το όρυγμα αυτό. Είναι πιθανόν να αποτελεί νεώτερο στρατιωτικό καταφύγιο ή δοκιμαστική μεταλλευτική στοά. Υπάρχουν και άλλες στοές παλιών ορυχείων στην περιοχή (όπως για παράδειγμα στο δρόμο Ξάνθης – Σταυρούπολης), οι οποίες έχουν δώσει τροφή σε φήμες για κρυμμένους θησαυρούς (Παπαθανασίου 2018).

            Σε 15 περίπου λεπτά από τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο το μονοπάτι Nestos Rodopi Trail φτάνει σε έναν χωματόδρομο. Η βασική διαδρομή του μονοπατιού είναι προς τα αριστερά: διασχίζοντας την πλαγιά της κορυφής «Αυγό» κατευθύνεται προς τη Χρύσα, απ΄ όπου ανηφορίζει προς το Αχλάτ Ντερέ και μετά προς προς Κρωμνικό (Ξάνθη – Κρωμνικό, 18,8 km, 8 ώρες).  Εμείς, για να φτάσουμε στο φρούριο κατευθυνόμαστε προς τα δεξιά και σε λίγα μέτρα συναντάμε την Ι. Μ. Ταξιαρχών. Ένα άλλο μονοπάτι με αφετηρία το υπαίθριο Δημοτικό Αμφιθέατρο οδηγεί γρήγορα στο κάστρο

Περπατώντας στο χώρο του φρουρίου της Ξάνθειας μπορεί κανείς να ακούσει τον ήχο των πουλιών αλλά και του νερού του ποταμού Κόσυνθου στα ανατολικά. Το ποτάμι βρίσκεται πολύ κοντά στο φρούριο, αλλά δε φαίνεται, λόγω της πυκνής βλάστησης. Παλαιότερα το φρούριο είχε οπτική επαφή τόσο με το ποτάμι όσο και με τη στενή διάβαση του Κόσυνθου.

Η κατάβαση από το βόρειο τείχος προς τη βόρεια χαράδρα διαρκεί 20 περίπου λεπτά μέχρι τον αυτοκινητόδρομο Ξάνθης – Σταυρούπολης. Από εκεί το μονοπάτι περνάει μέσα από τούνελ κάτω από τον αυτοκινητόδρομο και συνεχίζει κατά μήκος του ποταμού Κόσυνθου για να συνδεθεί με το «Μονοπάτι της Ζωής» και την περιοχή Νησάκι στην Παλιά Πόλη της Ξάνθης. Η συγκεκριμένη πεζοπορική διαδρομή μπορεί να γίνει και αντίστροφα: Με αφετηρία τη γέφυρα Σαμακώφ στην πόλη της Ξάνθης, οι πεζοπόροι μπορούν να ακολουθήσουν το «Μονοπάτι της ζωής» και παίρνοντας τη διακλάδωση από τα αριστερά να φτάσουν στο βορειοανατολικό άκρο του φρουρίου σε μισή περίπου ώρα.

Στη χαράδρα που βρίσκεται στα βόρεια του φρουρίου της Ξάνθειας έχει ανακαλυφθεί σπήλαιο, του οποίου το μήκος ξεπερνά τα 50 μ. Μέσα στο σπήλαιο βρέθηκαν ένα λίθινο εργαλείο, ένα μικρό πήλινο αγγείο, ένα όστρακο από μεγάλο αγγείο και ένας μεταλλικός σταυρός, που μαρτυρά ότι ίσως το σπήλαιο είχε χρησιμοποιηθεί ως λατρευτικός χώρος (Πετροχείλου 1972: 14). Το σπήλαιο βρίσκεται σε υψόμετρο 178 μέτρων, έχει εντυπωσιακό διάκοσμο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες και έχει δύσκολη πρόσβαση από το κάτω μέρος της βόρειας χαράδρας.

 

14. Η διάσωση του φρουρίου

Τα κάστρα της Θράκης αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της. Το φρούριο της Ξάνθειας δέχθηκε μεγάλα πλήγματα από τους δύο σεισμούς του 1829, αλλά κατάφερε να επιβιώσει και να διατηρήσει τη μεγαλοπρέπειά του. Σήμερα, πολλά από τα εναπομείναντα τμήματα του φρουρίου κινδυνεύουν με κατάρρευση. Η περιοχή αφέθηκε να γίνει πυκνό πευκοδάσος, ενώ ήταν γυμνή στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως μαρτυρούν σχετικές φωτογραφίες.

Για τη διάσωση του φρουρίου της Ξάνθειας κρίνεται αναγκαία η συνεργασία των υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και του Δασαρχείου με τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η αναστήλωση των σωζομένων οχυρώσεων, η σωστή συντήρηση της τοιχοποιίας, ο καθαρισμός της άγριας βλάστησης, η βελτίωση των μονοπατιών, ο φωτισμός και η τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων θα διασφαλίσουν την επισκεψιμότητα του φρουρίου και θα συμβάλουν στην πραγματοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Όσο περισσότερο περιδιαβαίνουμε τα βουνά και τα κάστρα της Θράκης τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε πόσα πράγματα αγνοούμε από τη μακραίωνη ιστορία της. Αλλά παράλληλα αισθανόμαστε δέος μπροστά στο ανεξερεύνητο μεγαλείο των μνημείων της.

 

Ν. Θ. Κόκκας

 

* Ευχαριστώ ιδιαίτερα: τον Τάσο Τεφρωνίδη για τις παλιές φωτογραφίες του φρουρίου, τους Ν. Ιωσηφίδη, Κ. Μαυρομάτη για τις πολύτιμες πληροφορίες, τους Γ. Παπαθανασίου, Α. Πετρόπουλο για τις κοινές μας πεζοπορίες καθώς και τον Τ. Αδαμακόπουλο για την άδεια αναδημοσίευσης αποσπάσματος του τοπογραφικού χάρτη της Topoguide.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Asdracha, C. (1976). La région des Rhodopes aux XIIIe at XIVe siècle. Étude de géographie historique. Athen: Byzantinisch-neugriechischen Jahrbücher.

Βογιατζής, Γ. (2007). Η Ξάνθη κατά την αρχαιότητα και κατά τη βυζαντινή περίοδο. Στο Δ. Μαυρίδης (επιμ.) Ξάνθη. Η πόλη με τα χίλια χρώματα (σσ. 19-20). Ξάνθη: Δήμος Ξάνθης – ΠΑΚΕΘΡΑ.

Γεωργαντζής, Π. (1991). Ξάνθη: Η κυρά της Θράκης χθες και σήμερα. Ξάνθη.

Γεωργαντζής, Πέτρος (1997). Θρακών Πάθη (250-1453). Ξάνθη.

Γεωργαντζής, Π. (2009). Συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθεωρίου. Ξάνθη: Ι. Μητρόπολη Ξάνθης και Περιθεωρίου.

Γεωργαντζής, Πέτρος (2015). Η βυζαντινή καστροπολιτεία Αναστασιούπολη (500-800) Περιθεώριον (850-1700). Ξάνθη: Κέντρο Μελετών «Αλέξανδρος Μπαλτατζής».

Ευγενίδου, Δ. (1997). Κάστρα Μακεδονίας και Θράκης. Βυζαντινή καστροκτισία. Αθήνα: Adam Editions.

Ζήκος, Ν. (1984). Βυζαντινό οδοιπορικό στη Θράκη. Αρχαιολογία 13: 71-77.

Kazhdan, A. P. (Ed.) (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. New York - Oxford: Oxford University Press.

Κόκκας, Νικόλαος (2003). Πέτρινα γεφύρια στον ορεινό όγκο της Ροδόπης. Ορεινοί δρόμοι και κόμβοι επικοινωνίας στην οροσειρά της Ροδόπης κατά το 18ο και 19ο αιώνα. Α΄ Επιστημονική Συνάντηση: Περί Πετρογέφυρων (σσ. 31-44). Αθήνα: Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών.

Κόκκας, Ν. Θ. (2006). Η προφορική παράδοση των Πομάκων της Ροδόπης. Στο Μ. Γ. Βαρβούνης (επιμ.), Θράκη. Ιστορική και λαογραφική προσέγγιση του λαϊκού πολιτισμού της (σσ. 271-310). Αθήνα: Αλήθεια.

Κορτζή Μ.,  Β. Σιαμέτης (1999). Ξάνθεια (βυζαντινή εποχή). Θρακικός Ηλεκτρονικός Θησαυρός, http://www.xanthi.ilsp.gr/thraki/history/his.asp?perioxhid=B0257 Ανακτήθηκε 25/7/2023.

Κυριακίδης, Σ. (1960). Περί την ιστορίαν της Θράκης. Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.

Λιανός, Ν. (2004) Μορφολογικά χαρακτηριστικά των κτηρίων της παλιάς πόλης της Ξάνθης. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. http://morfologia.arch.duth.gr/main_stuff/xanthi.pdf Ανακτήθηκε 25/7/2023

Μελκίδη, Χ. (2004). Περί την ίδρυση του οικισμού της Ξάνθης. Περί Θράκης 4: 23-49.

Μελκίδη, Χ. (2007). Τα μουσουλμανικά μνημεία της Ξάνθης. Αθήνα: Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας.

Μιχαλόπουλος, Χ. Μ. (2016). Η Καταλανική Εταιρεία στην υπηρεσία της Κωνσταντινούπολης. Η Ισπανική Δύση, οι Καταλανοί και ο Ανδρόνικος Β΄ (αρχές 14ου αι.). Ξάνθη: Σπανίδης.

Μουτσόπουλος, Ν. Κ. (1995). Ένας βυζαντινός ναός στο κάστρο της Ξάνθης. Πρόδρομη ανακοίνωση. Θεσσαλονίκη.

Μπακαλάκης, Γ. (1988).  Αρχαιολογικά προβλήματα του νομού Έβρου. Η ιστορική, αρχαιολογική και λαογραφική έρευνα για την Θράκη. Πρακτικά συμποσίου: Η Iστορική, αρχαιολογική και λαογραφική έρευνα για τη Θράκη (σσ. 196-202). Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου.

Μπακιρτζής, Χ. (1994). Βυζαντινή Θράκη. Στο Χ. Μπακιρτζής & Δ. Τριαντάφυλλος (επιμ.), Θράκη (σσ. 151-165). Αθήνα: Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης.

Παπαθανασίου, Μ. (2018). Κάστρο της Ξάνθης. https://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=xanthi Ανακτήθηκε στις 25/7/2023.

Παπατσαρούχας, Γ. (1983). Στο Φανάρι η αρχαία Ξάνθεια. Θρακικά Χρονικά 38: 98-100.

Πετροχείλου, Α. (1972). Τα αξιολογότερα σπήλαια της Θράκης (Ξάνθης – Κομοτηνής – Αλεξανδρουπόλεως). Θρακικά Χρονικά 29: 13-16.

Πάντος, Π. (1975-1976) Ιστορική τοπογραφία του νομού Ξάνθης. Θρακικά Χρονικά 32: 3-26.

Τάνου, Σ. (2017). Τυπολογία βυζαντινών πύργων σε οχυρωματικούς περίβολους του βορειοελλαδικού χώρου: μια πρώτη προσέγγιση. Στο Βαραλής, Ι, Φ. Καραγιάννη (επιμ.) Κτίτωρ. Αφιέρωμα στον δάσκαλο Γεώργιο Βελένη, σσ. 337-351. Θεσσαλονίκη: Μυγδονία.


Αναδημοσίευση από το περιοδικό 

«Ενδοχώρα», τ. 128-129, σελ. 26-41.

 

Μπορείτε να κατεβάσετε το άρθρο

για το Βυζαντινό Φρούριο Ξάνθειας

πατώντας ΕΔΩ:

 

https://www.researchgate.net/publication/374570535_To_Byzantino_phrourio_Xantheias#fullTextFileContent


Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Αφιέρωμα στα τραγούδια των Πομάκων - Δημοτικό Ραδιόφωνο Ξάνθης

 


 Ο Νικόλαος Κόκκας με την Κυριακή Οικονόμου στο Δημοτικό Ραδιόφωνο Ξάνθης (5/1/2023)

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 

ΣΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΠΟΜΑΚΩΝ

Στις 5 Ιανουαρίου 2023 το Δημοτικό Ραδιόφωνο Ξάνθης «Όμορφη Πόλη» έκανε αφιέρωμα στα δημοτικά τραγούδια των Πομάκων. Προσκεκλημένος της δημοσιογράφου Κυριακής Οικονόμου ήταν ο  Νικόλαος Κόκκας, ο οποίος μίλησε για το έργο του ««Τα δημοτικά τραγούδια των Πομάκων της Θράκης», το οποίο εκδόθηκε το 2022 από το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης στην Ξάνθη. 

 

Ολόκληρη η συνέντευξη βρίσκεται στον ακόλουθο σύνδεσμο: 

https://www.youtube.com/watch?v=g2D0X7Q-4Sk&t=2065s

 


Πομάκος μουσικός παίζει καλαμένια φλογέρα (pištélka) στο χωριό Λιβάδι Κιμμερίων (23/2/2003)

Φωτογραφία: Ν. Θ. Κόκκας


Διαβάστε το αφιέρωμα στην ιστοσελίδα του Δημοτικού Ραδιοφώνου Ξάνθης:

https://radio899.gr/node/18101

 

Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο "ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΠΟΜΑΚΩΝ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ" διαβάστε στον παρακάτω σύνδεσμο: 

 http://pomakohoria.blogspot.com/2022/02/blog-post.html

Το Βυζαντινό φρούριο Ξάνθειας

  TO ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΞΑΝΘΕΙΑΣ   Νικόλαος Θ. Κόκκας Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Δ.Π.Θ.   Το βυζαντινό φρούριο της Ξάνθειας αποτελ...